- μικροκίνδυνος
- μικροκίνδυνος, -ον (Α)αυτός που εκθέτει τον εαυτό του σε κίνδυνο για μηδαμινά και ασήμαντα πράγματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)-* + κίνδυνος (πρβλ. ριψο-κίνδυνος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μικροκίνδυνος — μῑκροκίνδῡνος , μικροκίνδυνος exposing oneself to danger for trifles masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικροκινδύνως — μῑκροκινδύ̱νως , μικροκίνδυνος exposing oneself to danger for trifles adverbial μῑκροκινδύ̱νως , μικροκίνδυνος exposing oneself to danger for trifles masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνδυνος — Γενική έννοια που υποδηλώνει την κατάσταση αβεβαιότητας ως προς την πορεία ορισμένων γεγονότων, η οποία σχετίζεται με την ανυπαρξία πρόβλεψης για την έκβασή τους και απόλυτου ελέγχου πάνω σε αυτά. Η έννοια του κ. συνδέεται με τη δυνατότητα… … Dictionary of Greek
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek
μικροκίνδυνοι — μῑκροκίνδῡνοι , μικροκίνδυνος exposing oneself to danger for trifles masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)